23 October 2008

Καταδίκη Ελλάδας για την μη αναγνώριση των διπλωμάτων

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο τόνισε ότι η διαδικασία αναγνώρισης των πτυχίων βασίζεται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών-μελών.



Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, κατόπιν καταγγελιών που υπέβαλαν 37 ιδιώτες, καταδίκασε με απόφασή του την Ελλάδα για τη διαδικασία αναγνώρισης των διπλωμάτων από κολέγια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς έκρινε ότι η χώρα μας παραβίασε το κοινοτικό δίκαιο.

Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο τόνισε ότι η διαδικασία αναγνώρισης των πτυχίων βασίζεται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών - μελών.

Το κοινοτικό δίκαιο έχει καθιερώσει ένα γενικό σύστημα αναγνωρίσεως των διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαιδεύσεως που πιστοποιούν επαγγελματική εκπαίδευση ελάχιστης διάρκειας τριών ετών. Η Επιτροπή προσάπτει στην Ελλάδα, πρώτον, ότι αρνείται συστηματικά την αναγνώριση των διπλωμάτων τα οποία έχουν απονεμηθεί κατόπιν σπουδών που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο «συμφωνιών επικυρώσεως
» (γνωστών και ως «συμφωνιών δικαιοχρήσεως»).

Το σύστημα αυτό δεν προβλέπει την αναγνώριση διπλώματος λόγω της ουσιαστικής αξίας της εκπαίδευσης που πιστοποιεί το δίπλωμα αυτό, αλλά θέτει τεκμήριο περί του ότι τα προσόντα του αιτούντος, ο οποίος έχει δικαίωμα να ασκεί νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα σε ένα κράτος μέλος, είναι επαρκή για την άσκηση του ιδίου αυτού επαγγέλματος στα λοιπά κράτη μέλη.

Σύμφωνα με το Δικαστήριο, εναπόκειται αποκλειστικά στις αρχές οι οποίες χορηγούν τα διπλώματα να ελέγχουν αν πληρούνται οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για τη χορήγησή τους, καθώς και οι προϋποθέσεις που αφορούν τη φύση του ιδρύματος στο οποίο πραγματοποίησε τις σπουδές του ο κάτοχος του διπλώματος. Αντιθέτως, το κράτος μέλος υποδοχής δεν μπορεί να ελέγξει τις προϋποθέσεις βάσει των οποίων χορηγήθηκαν τα διπλώματα.

Το Δικαστήριο επεσημαίνει επίσης ότι οι σπουδές δεν πρέπει οπωσδήποτε να έχουν πραγματοποιηθεί σε πανεπιστήμιο ή σε ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα.

Όσον αφορά στα «αντισταθμιστικά μέτρα», η οδηγία
επιτρέπει -χωρίς να υποχρεώνει τα κράτη μέλη να αναγνωρίζουν αυτόματα και άνευ όρων τα διπλώματα- στο κράτος μέλος υποδοχής να επιβάλλει, σε ορισμένες περιπτώσεις, πρακτική άσκηση προσαρμογής ή δοκιμασία επάρκειας, η επιλογή μεταξύ των οποίων ανήκει, καταρχήν, στον αιτούντα την αναγνώριση του διπλώματος.

Εξάλλου, βάσει των εθνικών διατάξεων ανατίθεται σε ειδικό οργανισμό (Συμβούλιο Αναγνώρισης Επαγγελματικής Ισοτιμίας Τίτλων Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης ή ΣΑΕΙΤΤΕ) η αρμοδιότητα να ελέγχει, αφενός, αν το εκπαιδευτικό ίδρυμα στο οποίο πραγματοποιήθηκαν οι σπουδές ανήκει στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και αφετέρου, αν ο αιτών διαθέτει την απαραίτητη επαγγελματική πείρα, στην περίπτωση που η διάρκεια της εκπαίδευσής του υπολείπεται κατά ένα τουλάχιστον έτος αυτής που απαιτείται στην Ελλάδα για την άσκηση του ίδιου επαγγέλματος.

Τέλος, σημειώθηκε η ύπαρξη παράβασης της οδηγίας όσον αφορά στο γεγονός ότι, στο δημόσιο τομέα δεν είναι δυνατή η μετάταξη σε ανώτερο ιεραρχικό ή και μισθολογικό κλιμάκιο των ατόμων που διορίσθηκαν - ως κάτοχοι διπλώματος που χορηγήθηκε εντός άλλου κράτους μέλους - με βαθμό χαμηλότερο από αυτόν με τον οποίο θα μπορούσαν να έχουν διορισθεί αν τα διπλώματά τους είχαν αναγνωρισθεί σύμφωνα με την οδηγία.

02 October 2008

Υπεξαίρεση

Υπόθεση υπεξαίρεσης μεγάλων ποσοτήτων πετρελαίου από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης διερευνά η εισαγγελία Θεσσαλονίκης, μετά από σχετικό πόρισμα Ένορκης Διοικητικής Εξέτασης που διενεργήθηκε με εντολή της πρυτανείας. Η υπόθεση διαβιβάστηκε στην εισαγγελία πρωτοδικών για τις προβλεπόμενες διώξεις.

Στην υπόθεση εμπλέκεται ομάδα 5 έως 15 ατόμων, που προέρχονται τόσο μέσα όσο και έξω από το πανεπιστήμιο, ανέφερε ο πρύτανης του ΑΠΘ, Αναστάσιος Μάνθος, χωρίς να προσδιορίσει την ακριβή ιδιότητά τους, ενώ σύμφωνα με τα συμπεράσματα της ΕΔΕ, διαπιστώθηκε «η τέλεση κακουργημάτων κατά συρροή».

Από την ΕΔΕ, προκύπτει εξάλλου ότι η υπεξαίρεση τελούνταν μεθοδικά από το 1999 έως τον Απρίλιο του 2004 - οπότε παραδόθηκε η τελευταία παραγγελία πετρελαίου στο πανεπιστήμιο, εφόσον έκτοτε το πανεπιστήμιο άρχισε να λειτουργεί με φυσικό αέριο - με έξαρση την περίοδο θέρμανσης 2003-04.

Σύμφωνα με τον κ. Μάνθο, η ανάγκη διενέργειας ελέγχου προέκυψε όταν οι νέες πρυτανικές αρχές (που ανέλαβαν διοίκηση από το 2006), έδωσαν εντολή για εκκένωση των δεξαμενών του κεντρικού λεβητοστασίου, για λόγους ασφαλείας, οπότε και «διαπιστώθηκε ότι ήταν κενές, ενώ θα έπρεπε να είναι γεμάτες από πετρέλαιο».

Με αφορμή αυτή την διαπίστωση δόθηκε εντολή διενέργειας διοικητικού ελέγχου και σύμφωνα με τις καταγραφές διαπιστώνεται ότι στη διάρκεια της παραπάνω πενταετίας υπεξαιρέθηκαν συνολικά οχτώ εκατομμύρια λίτρα πετρελαίου. «Γινόταν παραγγελία και αντί να έρχεται στο πανεπιστήμιο, πήγαινε αλλού» δήλωσε χαρακτηριστικά ο πρύτανης.