Καταδίκη Ελλάδας για την μη αναγνώριση των διπλωμάτων
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο τόνισε ότι η διαδικασία αναγνώρισης των πτυχίων βασίζεται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών-μελών.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, κατόπιν καταγγελιών που υπέβαλαν 37 ιδιώτες, καταδίκασε με απόφασή του την Ελλάδα για τη διαδικασία αναγνώρισης των διπλωμάτων από κολέγια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς έκρινε ότι η χώρα μας παραβίασε το κοινοτικό δίκαιο.
Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο τόνισε ότι η διαδικασία αναγνώρισης των πτυχίων βασίζεται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών - μελών.
Το κοινοτικό δίκαιο έχει καθιερώσει ένα γενικό σύστημα αναγνωρίσεως των διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαιδεύσεως που πιστοποιούν επαγγελματική εκπαίδευση ελάχιστης διάρκειας τριών ετών. Η Επιτροπή προσάπτει στην Ελλάδα, πρώτον, ότι αρνείται συστηματικά την αναγνώριση των διπλωμάτων τα οποία έχουν απονεμηθεί κατόπιν σπουδών που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο «συμφωνιών επικυρώσεως» (γνωστών και ως «συμφωνιών δικαιοχρήσεως»).
Το σύστημα αυτό δεν προβλέπει την αναγνώριση διπλώματος λόγω της ουσιαστικής αξίας της εκπαίδευσης που πιστοποιεί το δίπλωμα αυτό, αλλά θέτει τεκμήριο περί του ότι τα προσόντα του αιτούντος, ο οποίος έχει δικαίωμα να ασκεί νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα σε ένα κράτος μέλος, είναι επαρκή για την άσκηση του ιδίου αυτού επαγγέλματος στα λοιπά κράτη μέλη.
Σύμφωνα με το Δικαστήριο, εναπόκειται αποκλειστικά στις αρχές οι οποίες χορηγούν τα διπλώματα να ελέγχουν αν πληρούνται οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για τη χορήγησή τους, καθώς και οι προϋποθέσεις που αφορούν τη φύση του ιδρύματος στο οποίο πραγματοποίησε τις σπουδές του ο κάτοχος του διπλώματος. Αντιθέτως, το κράτος μέλος υποδοχής δεν μπορεί να ελέγξει τις προϋποθέσεις βάσει των οποίων χορηγήθηκαν τα διπλώματα.
Το Δικαστήριο επεσημαίνει επίσης ότι οι σπουδές δεν πρέπει οπωσδήποτε να έχουν πραγματοποιηθεί σε πανεπιστήμιο ή σε ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα.
Όσον αφορά στα «αντισταθμιστικά μέτρα», η οδηγία επιτρέπει -χωρίς να υποχρεώνει τα κράτη μέλη να αναγνωρίζουν αυτόματα και άνευ όρων τα διπλώματα- στο κράτος μέλος υποδοχής να επιβάλλει, σε ορισμένες περιπτώσεις, πρακτική άσκηση προσαρμογής ή δοκιμασία επάρκειας, η επιλογή μεταξύ των οποίων ανήκει, καταρχήν, στον αιτούντα την αναγνώριση του διπλώματος.
Εξάλλου, βάσει των εθνικών διατάξεων ανατίθεται σε ειδικό οργανισμό (Συμβούλιο Αναγνώρισης Επαγγελματικής Ισοτιμίας Τίτλων Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης ή ΣΑΕΙΤΤΕ) η αρμοδιότητα να ελέγχει, αφενός, αν το εκπαιδευτικό ίδρυμα στο οποίο πραγματοποιήθηκαν οι σπουδές ανήκει στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και αφετέρου, αν ο αιτών διαθέτει την απαραίτητη επαγγελματική πείρα, στην περίπτωση που η διάρκεια της εκπαίδευσής του υπολείπεται κατά ένα τουλάχιστον έτος αυτής που απαιτείται στην Ελλάδα για την άσκηση του ίδιου επαγγέλματος.
Τέλος, σημειώθηκε η ύπαρξη παράβασης της οδηγίας όσον αφορά στο γεγονός ότι, στο δημόσιο τομέα δεν είναι δυνατή η μετάταξη σε ανώτερο ιεραρχικό ή και μισθολογικό κλιμάκιο των ατόμων που διορίσθηκαν - ως κάτοχοι διπλώματος που χορηγήθηκε εντός άλλου κράτους μέλους - με βαθμό χαμηλότερο από αυτόν με τον οποίο θα μπορούσαν να έχουν διορισθεί αν τα διπλώματά τους είχαν αναγνωρισθεί σύμφωνα με την οδηγία.
Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο τόνισε ότι η διαδικασία αναγνώρισης των πτυχίων βασίζεται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών - μελών.
Το κοινοτικό δίκαιο έχει καθιερώσει ένα γενικό σύστημα αναγνωρίσεως των διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαιδεύσεως που πιστοποιούν επαγγελματική εκπαίδευση ελάχιστης διάρκειας τριών ετών. Η Επιτροπή προσάπτει στην Ελλάδα, πρώτον, ότι αρνείται συστηματικά την αναγνώριση των διπλωμάτων τα οποία έχουν απονεμηθεί κατόπιν σπουδών που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο «συμφωνιών επικυρώσεως» (γνωστών και ως «συμφωνιών δικαιοχρήσεως»).
Το σύστημα αυτό δεν προβλέπει την αναγνώριση διπλώματος λόγω της ουσιαστικής αξίας της εκπαίδευσης που πιστοποιεί το δίπλωμα αυτό, αλλά θέτει τεκμήριο περί του ότι τα προσόντα του αιτούντος, ο οποίος έχει δικαίωμα να ασκεί νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα σε ένα κράτος μέλος, είναι επαρκή για την άσκηση του ιδίου αυτού επαγγέλματος στα λοιπά κράτη μέλη.
Σύμφωνα με το Δικαστήριο, εναπόκειται αποκλειστικά στις αρχές οι οποίες χορηγούν τα διπλώματα να ελέγχουν αν πληρούνται οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για τη χορήγησή τους, καθώς και οι προϋποθέσεις που αφορούν τη φύση του ιδρύματος στο οποίο πραγματοποίησε τις σπουδές του ο κάτοχος του διπλώματος. Αντιθέτως, το κράτος μέλος υποδοχής δεν μπορεί να ελέγξει τις προϋποθέσεις βάσει των οποίων χορηγήθηκαν τα διπλώματα.
Το Δικαστήριο επεσημαίνει επίσης ότι οι σπουδές δεν πρέπει οπωσδήποτε να έχουν πραγματοποιηθεί σε πανεπιστήμιο ή σε ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα.
Όσον αφορά στα «αντισταθμιστικά μέτρα», η οδηγία επιτρέπει -χωρίς να υποχρεώνει τα κράτη μέλη να αναγνωρίζουν αυτόματα και άνευ όρων τα διπλώματα- στο κράτος μέλος υποδοχής να επιβάλλει, σε ορισμένες περιπτώσεις, πρακτική άσκηση προσαρμογής ή δοκιμασία επάρκειας, η επιλογή μεταξύ των οποίων ανήκει, καταρχήν, στον αιτούντα την αναγνώριση του διπλώματος.
Εξάλλου, βάσει των εθνικών διατάξεων ανατίθεται σε ειδικό οργανισμό (Συμβούλιο Αναγνώρισης Επαγγελματικής Ισοτιμίας Τίτλων Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης ή ΣΑΕΙΤΤΕ) η αρμοδιότητα να ελέγχει, αφενός, αν το εκπαιδευτικό ίδρυμα στο οποίο πραγματοποιήθηκαν οι σπουδές ανήκει στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και αφετέρου, αν ο αιτών διαθέτει την απαραίτητη επαγγελματική πείρα, στην περίπτωση που η διάρκεια της εκπαίδευσής του υπολείπεται κατά ένα τουλάχιστον έτος αυτής που απαιτείται στην Ελλάδα για την άσκηση του ίδιου επαγγέλματος.
Τέλος, σημειώθηκε η ύπαρξη παράβασης της οδηγίας όσον αφορά στο γεγονός ότι, στο δημόσιο τομέα δεν είναι δυνατή η μετάταξη σε ανώτερο ιεραρχικό ή και μισθολογικό κλιμάκιο των ατόμων που διορίσθηκαν - ως κάτοχοι διπλώματος που χορηγήθηκε εντός άλλου κράτους μέλους - με βαθμό χαμηλότερο από αυτόν με τον οποίο θα μπορούσαν να έχουν διορισθεί αν τα διπλώματά τους είχαν αναγνωρισθεί σύμφωνα με την οδηγία.