(του Θεοδόση Π. Τάσιου)
1. Προ μηνός (13.01.08) υποστηρίξαμε οτι δύο απ' τις «μαχητικές» αντιλήψεις περί του σκοπού του Πανεπιστημίου θα μπορούσαν να θεωρηθούν κάπως αντιλαϊκές, ανιστόρητες και απάνθρωπες. Η πρώτη (η αντίληψη οτι τάχα οι πανεπιστημιακές σπουδές δε πρέπει να στοχεύουν στην άσκηση ενος επαγγέλματος απ' τον απόφοιτο - «φιλοσοφικό» πανεπιστήμιο), αφήνει ακάλυπτες τις οξύτατες ανάγκες του λαού για ποικίλα κοινωνικά λειτουργήματα, δεν ταιριάζει με την πολλαπλότητα των σκοπών των παλαιών πανεπιστημίων (χίλια χρόνια τώρα), και πάντως δέν ανταποκρίνεται στις πολλαπλές συνιστώσες της ανθρώπινης ανάγκης για Γνώση). Η δεύτερη αντίληψη (οτι τάχα πρέπει να αμβλύνομε τη διδασκαλία των επιστημών καθεαυτών, και πρέπει να εστιάζομε στην βραχύχρονη παραγωγή στελεχών, άμεσα αξιοποιήσιμων απ' την Οικονομία - το «μπολονέζικο» πανεπιστήμιο), είναι αντιλαϊκή κατα το γεγονός οτι, σε 10 χρόνια, ετούτα τα μυωπικά στελέχη θα είναι ανίκανα να παρακολουθήσουν την ιλιγγιώδη ταχύτητα μεταβολών της Επιστήμης και της Τεχνολογίας· είναι ανιστόρητη διότι πέρασε η εποχή οπου η εκμάθηση ενος επιτηδεύματος γινόταν με βραχύχρονη Μαθητεία, κι είναι απάνθρωπη διοτι στερεί τον νέο απ' τη βαθύτερη υπαρξιακή ικανοποίηση να αυτοσυνειδητοποιηθεί χάρις στις επιστήμες, και να στήσει το κοσμοείδωλό του.
Και τελειώναμε εκείνην την επιφυλλίδα με τη φράση «χάθηκε ο ίσιος δρόμος;».
Εχω τη γνώμη οτι αμφότερες οι ως άνω ακραίες περι Πανεπιστημίου θέσεις υποστηρίζονται χωρίς να παρουσιασθούν οι αναγκαίες (θεωρητικές, έστω) μελέτες περι του ατομικού και του κοινωνικού κόστους εκάστης. Το «μπολονέζικο» ιδίως πανεπιστήμιο χρεώνεται και με τη χρονική και διανοητική σπατάλη της προσαρμογής ενος εργαλειακού αποφοίτου 3ετούς φοιτήσεως, όταν θα θελήσει τυχόν να μπεί στον λεγόμενο 2ο πανεπιστημιακό Κύκλο, ο οποίος θα έπρεπε να ξαναδιδάξει εξυπαρχής τις Επιστήμες (αντί για τις προσανατολισμένες επιστημονικές ρετσέτες οι οποίες, εξ ανάγκης, είχαν διδαχθεί στον 1ο κύκλο).
2. Αλλ' επιτέλους, θα μου πείτε, ίσως όλα τούτα να μήν είναι το κύριο πρόβλημα του σημερινού ελληνικού πανεπιστημίου· εμείς έχομε κι άλλα βάσανα - ΠΡΩΤΟΦΑΝΗ μέσα στην Ευρώπη. Βάσανα που δέν φαίνεται να λαμβάνονται υπόψη όταν θέτομε το αφελές ερώτημα «γιατί δέν πάνε καλά τα πανεπιστήμιά μας;». Επιτρέψτε μου να θίξω, ακροθιγώς μόνον, μερικά απ' αυτά. Ο χώρος, ο χρόνος, κι η ψυχική μου υγεία (συμπλήρωσα 50 χρόνια διδασκαλίας στην πανεπιστημιακή παιδεία, εντός και εκτός Ελλάδος), δέν επιτρέπουν εδώ μια συστηματικότερη παρουσίαση:
α) Εμείς οι πολίτες έχουμε τεράστιο συμφέρον απ' τα προϊόντα που θα παραγάγει το πανεπιστήμιο. Γι' αυτό και του πληρώνουμε (προκαταβολικώς) όλα-του τα έξοδα. Δέν έχομε όμως κανένα απολύτως δικαίωμα να «βλέπομε» πώς δουλεύει - κι ούτε βέβαια να του επιστρέψουμε τα προϊόντα του άν δέν μας αρέσουν. Ετούτο το κενό κοινωνικού ελέγχου, αυτή η νησίδα αναίρεσης της δημοκρατίας, στηρίζεται στο γεγονός οτι ο λαός δέν ξέρει «πώς» να ελέγξει, ενώ καραδοκεί και ο κίνδυνος των φαύλων (λαϊκιστικών ή εξουσιαστικών) επεμβάσεων. Σωστά. Αλλά και η ντιλεταντική άποψη οτι το πανεπιστήμιο και η μή-κοινότητά του είναι υπεράνω πολιτικής (ενίοτε δέ υπαγορεύει πολιτικήν ως «μπροστάρης» του λαού), θυμίζει μάλλον παλαιομοδίτικους ολοκληρωτισμούς. Τί έκαναν λοιπόν εν προκειμένω οι Κουτόφραγκοι; Βρήκαν κάποιες διαδικασίες, υποκατάστατες έστω του κοινωνικού ελέγχου: Πρώτον ασκούν, γενικώς και μεθοδικώς, την κρίση των διδασκόντων απ' τους διδασκομένους, δεύτερον τις δημοσιοποιούν αυτές τις κρίσεις (δέν τις κρύβουν όπως εμείς), και τρίτον κρίνουν το κάθε πανεπιστήμιο μέσω διαφόρων θεσμών που στηρίζονται στα άλλα πανεπιστήμια. Εμείς αντιθέτως, αντί για τον ουσιώδη κοινωνικό έλεγχο, εφαρμόζομε τον αποπνικτικό εναγκαλισμό του υπουργείου-μας, κι αντί για «αξιολόγηση» μέσω ανεξάρτητων κριτών, φωνάζομε «κάτω τα χέρια απ' την ανεξαρτησία μας».
Ωρίμασαν όμως οι καιροί· των οικιών ημών εμπιμπραμένων, θα παύσομεν άδοντες.
β) Επι τρείς δεκαετίες τώρα, αντί για 30 διδακτικές εβδομάδες κατ' έτος, εμείς διδάσκομε κατά μέσον όρο 18 εβδομάδες περίπου. Γιατί; Διότι έχομε άπειρες αργίες και, το κυριότερο, έχομε δύο επαναστάσεις κατ' έτος (αντί για μίαν επανάσταση ανα 10-ετίαν, όπως λ.χ. στη Γαλλία). Και σαν να μήν έφθανε αυτό, παραλύομε κατα πυκνότατα διαστήματα την διοίκηση (μέσω των «μπουκαδόρων» - αντί για τον εντός διοικήσεως συστηματικό έλεγχο), ενώ αναιρούμε σκαιότατα τον αλληλοσεβασμό της δήθεν πανεπιστημιακής κοινότητας, εξωπετάγοντας απ' τους χώρους εργασίας και έρευνας χιλιάδες Καθηγητές. Και το απίστευτο είναι που ετούτοι οι τραμπουκισμοί (παντελώς άγνωστοι σε οποιονδήποτε άλλο συλλογικό χώρο εργαζομένων), πουλιόνται ως... πολιτική πράξη, λέει!
Θέλετε κι άλλες αποδείξεις για το πόσο στραβά αρμενίζομε; Να συνεχίσομε λοιπόν.